ωκεανογραφικός

ωκεανογραφικός
-ή, -ό, Ν
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ωκεανογραφία ή ο κατάλληλος για διεξαγωγή ερευνών στον τομέα αυτό («ωκεανογραφικό σκάφος»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ωκεανογραφία. Η λ. μαρτυρείται από το 1891 στην εφημερίδα Εφημερίς].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ωκεανογραφικός — ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ωκεανογραφία: Κάνει ωκεανογραφικές μελέτες …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”